αντιφάρμακο

αντιφάρμακο
το
1. φάρμακο που εξουδετερώνει την επιβλαβή επίδραση άλλου φάρμακου, αντίδοτο: Η στρυχνίνη είναι το αντιφάρμακο για τα βαρβιτουρικά.
2. θεραπευτικό μέσο για κάποιο κακό: Το αντιφάρμακο για τον πληθωρισμό λένε πως είναι το πάγωμα τιμών, μισθών και ημερομισθίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιφάρμακο — το (Α ἀντιφάρμακον) φάρμακο για την εξουδετέρωση δηλητηρίου, αντίδοτο νεοελλ. αυτό που μπορεί να εξουδετερώσει κάποιο κακό …   Dictionary of Greek

  • αλεξιφάρμακος — ἀλεξιφάρμακος, ον (Α) 1. αυτός που ενεργεί ως αντίδοτο, που εξουδετερώνει το δηλητήριο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλεξιφάρμακον α) αντιφάρμακο, αντίδοτο β) μαγικό φίλτρο, φυλαχτό γ) γιατριά, θεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + φάρμακον] …   Dictionary of Greek

  • αλκτήριος — ἀλκτήριος, ον (Α) [ἀλκτήρ] 1. βοηθητικός, ανακουφιστικός, θεραπευτικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ἀλκτήριον φάρμακο, αντίδοτο, αντιφάρμακο …   Dictionary of Greek

  • αμυντήριος — ἀμυντήριος, ον (Α) [ἀμυντήρ] 1. ο κατάλληλος για άμυνα, αμυντικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμυντήριον α) μέσον άμυνας β) οχύρωμα, προπύργιο γ) αντιφάρμακο, αντίδοτο δ) αμυντικό όπλο ε) διέξοδος, διαφυγή …   Dictionary of Greek

  • αντίμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κολοφώνιος (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Επικός και ελεγειακός ποιητής. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι λιγοστές και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος τοποθετεί την ακμή του γύρω στο 404 π.Χ. Ακολουθώντας την ομηρική επική… …   Dictionary of Greek

  • αντιδίδωμι — ἀντιδίδωμι (AM) ανταποδίδω αρχ. 1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει 2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις) 3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο …   Dictionary of Greek

  • αντιπάθιον — ἀντιπάθιον, το (Μ) το αντιφάρμακο …   Dictionary of Greek

  • αντιπαθής — (antipathes). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αντιπαθιδών. Ζουν στις θάλασσες των τροπικών και εύκρατων ζωνών σε μεγάλα βάθη. Είναι ζώα που σχηματίζουν δενδροειδή σκελετό με έξι αγκαθωτές κεραίες και έχουν στιλπνό μαύρο χρώμα. Κυριότερο… …   Dictionary of Greek

  • αντιπαθώ — (AM ἀντιπαθῶ, έω) [αντιπαθής] νεοελλ. αισθάνομαι αντιπάθεια για κάποιον αρχ. μσν. έρχομαι σε αντίθεση, αντιδρώ μσν. χρησιμεύω ως αντιφάρμακο αρχ. 1. επηρεάζομαι 2. δέχομαι αντίθετη επίδραση 3. (Μετρ.) εμφανίζω αντιπάθεια*, αντίσπαση του ρυθμού …   Dictionary of Greek

  • μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”